- αγρίλι
- το см. αγριελαία;
§ τούδωσε αγρίλι — он его основательно избил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τούδωσε αγρίλι — он его основательно избил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριλήσιος — αγρίλι, αγριλιά κ.λπ., βλ. αγριελήσιος, αγριέλι, αγριελιά κ.λπ … Dictionary of Greek
αγριέλι — και αγρέλι και αγρίλι, το 1. η αγριελιά* 2. ήμερη ελιά μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγριέλαιος το αγρέλι < *ἀγρέλαιος < *ἀγρέλος το αγρίλι < *ἀγρίλαιος < *ἀγρίλος] … Dictionary of Greek